Ο σκηνοθέτης στην ταινία τον προσεγγίζει με σεβασμό,
αναδεικνύει τη λεβεντιά του, την απαξίωσή του για τα πλούτη και τη δόξα,
δείχνει ότι ο Καζαντζίδης έζησε με το κεφάλι ψηλά, με αξιοπρέπεια και πάλεψε
όχι μόνο για αυτόν αλλά και για τους άλλους καλλιτέχνες όταν τα βάζει με τις
δισκογραφικές διεκδικώντας τα ποσοστά τους στις πωλήσεις των δίσκων.
Ο Στέλιος σε όλα αυτά αντιστέκεται , τους πετάει στα
μούτρα τα λεφτά τους και αποσύρεται από τη νύχτα συνεχίζοντας μόνο
με τη δισκογραφία του. Θέλει να τραγουδάει για τους λαϊκούς ανθρώπους,
θέλει να μιλάει για τον πόνο τους, τον ξεριζωμό τους, θέλει η εργατιά να τον
έχει στα χείλη της. Οι καλύτερες στιγμές του στο τραγούδι ήταν όπως
λέει στην ταινία όταν τραγούδησε για τους μετανάστες στην Γερμανία «μόνο αυτές
άξιζαν»
O Καζαντζίδης δεν θα είχε εξελιχθεί σε αυτό που
γνωρίσαμε αν δεν είχε επιλέξει να πει τραγούδια συνθετών όπως ο
Δερβενιώτης, ο Κολοκοτρώνης ο Μπακάλης που σε συνδυασμό με τους
στίχους του Κώστα Βίρβου έδιναν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο ότι αυτοί και οι μετά απ’ αυτούς, όπως ο Πυθαγόρας, ήταν στην
πλειοψηφία τους αριστεροί. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην ταινία
αν εξαιρέσουμε τον Πυθαγόρα σχεδόν καθόλου δεν εμφανίζονται όλοι οι
παραπάνω μεγάλοι δημιουργοί πράγμα που αποτελεί κατά την
γνώμη μου σοβαρό σεναριακό και σκηνοθετικό κενό .
Η ταινία δίνει μια μεγαλύτερη ενδεχομένως έμφασή στην
προσωπική του ζωή, προφανώς για εμπορικούς λόγους όμως αυτό δεν την «μπατάρει»
. Οι ερμηνείες του Χρήστου Μάστορα, της Κλέλια Ρένεση, της Ασημένιας Βουλιώτη
αλλά και του υπόλοιπου καστ αποδίδουν με μεγάλη πιστότητα το κλίμα της εποχής
και τους πραγματικούς χαρακτήρες . Φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει
τον Καζαντζίδη, ούτε να τον αντιγράψει, δεν έχει τα βιώματα και φυσικά ούτε την
απέραντη φωνή του.
Ο Καζαντζίδης ήταν όχι μόνο η μεγάλη φωνή του λαϊκού
τραγουδιού, αλλά και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας εποχής που έχει κάποιες
αναλογίες με τη σημερινή. Τα τραγούδια του συνδέθηκαν με την μεταπολεμική
ιστορία, εκφράζοντας πολύ πλατιά λαϊκά στρώματα.Δεν μπορεί κανείς να
αμφισβητήσει πως ο Στέλιος Καζαντζίδης έκφρασε με τον πιο χαρακτηριστικό και
αυθεντικό τρόπο την πίκρα, τον πόνο, τον καημό της ήττας του λαϊκού
κινήματος μετά τον Εμφύλιο. Και μάλιστα μέσα από μια φωνή με τεράστιες
εκφραστικές δυνατότητες και λαϊκή «ρίζα». Μ‘ αυτή την έννοια, ήταν ένας
αυθεντικός και ανεπανάληπτος λαϊκός τραγουδιστής.
Δείτε ένα παλιότερο κείμενο του
kommon “ Στέλιος Καζαντζίδης. Η φωνή των «κάτω» που δεν σίγησε
ποτέ” όπου μαζί με την ταινία ίσως είναι ένας τρόπος να
τον γνωρίσουν οι νέοι άνθρωποι που δεν τον ξέρουν και να τον θυμηθούν οι
δικές μας γενιές που μεγαλώσαμε μαζί του.

