
Συγκεκριμένα, οι συνταξιούχοι θα λάβουν μόνο το 50% της αύξησης που τους αναλογεί, ενώ το υπόλοιπο θα αφαιρεθεί από την προσωπική διαφορά. Δηλαδή, αν η αύξηση είναι 30 ευρώ, μόλις τα 15 ευρώ θα καταλήξουν στην τσέπη του συνταξιούχου. Όσοι έχουν μεγαλύτερη προσωπική διαφορά θα συνεχίσουν να βλέπουν «μισές αυξήσεις», ενώ μόνο όσοι έχουν πολύ μικρό υπόλοιπο διαφοράς θα μπορέσουν να λάβουν μεγαλύτερο μέρος της αύξησης ή να τη μηδενίσουν.
Η αύξηση για το 2026 κυμάνθηκε στο 2,4%, ποσοστό που δεν καλύπτει ούτε κατ’ ελάχιστο τη συνεχιζόμενη ακρίβεια και τη δραματική απώλεια αγοραστικής δύναμης των τελευταίων ετών. Παρότι από το 2027 ανακοινώνεται η κατάργηση του συμψηφισμού, η κυβέρνηση παρατείνει για ακόμη έναν χρόνο την αδικία σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων συνταξιούχων, που πλήρωσαν ακριβά τις μνημονιακές περικοπές.
Μόλις περίπου 55.000 συνταξιούχοι αναμένεται να μηδενίσουν την προσωπική τους διαφορά το 2026, όχι λόγω κάποιας πολιτικής απόφασης, αλλά επειδή το υπόλοιπό της είναι ήδη ελάχιστο. Η μεγάλη πλειονότητα θα συνεχίσει να ζει με μειωμένο εισόδημα.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, εξετάζεται η αύξηση του επιδόματος των 250 ευρώ σε 350 ή 400 ευρώ. Πρόκειται για προεκλογικά «φιλοδωρήματα», σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, με στόχο τον εξωραϊσμό της πραγματικότητας και την υφαρπαγή της ψήφου των συνταξιούχων. Οι συνταξιούχοι όμως δεν ζητούν επιδόματα-ψίχουλα. Διεκδικούν ουσιαστικές και μόνιμες αυξήσεις στις συντάξεις, καθώς και την επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης για όλους.
Όσον αφορά τους εργαζόμενους συνταξιούχους, το «πάγωμα» της αύξησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης δεν αναιρεί το βασικό πρόβλημα: χιλιάδες συνταξιούχοι αναγκάζονται να εργάζονται για να επιβιώσουν, αντί να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς από τη σύνταξή τους, στερώντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας από τους νέους.
Τέλος, για τους νέους συνταξιούχους αναβάλλεται για δεύτερη χρονιά η εφαρμογή του δείκτη μισθών, με αποτέλεσμα οι συντάξιμες αποδοχές να αυξάνονται μόνο με βάση τον πληθωρισμό (2,6%) και όχι με τον δείκτη μισθών (5,5%). Η επιλογή αυτή οδηγεί σε χαμηλότερες ανταποδοτικές συντάξεις και αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει τη σύνταξη ως κόστος και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα.